- σηπομένου
- σήπωmake rottenpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… … Dictionary of Greek